βυρσοδεψία

βυρσοδεψία
Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες που κάνουν άσηπτα και αδιάβροχα τα δέρματα των ζώων. Η χρήση των δερμάτων για προστατευτικά καλύμματα και ενδύματα έχει τις ρίζες της στους προϊστορικούς χρόνους. Πολυάριθμες ενδείξεις παρουσιάζουν ως εξαιρετικά πιθανό το γεγονός ότι οι άνθρωποι που έζησαν στη Γαλλία κατά το μαγδαλένιο, τελευταία περίοδο των παγετώνων, χρησιμοποιούσαν για τη διατήρηση των ακατέργαστων δερμάτων των ζώων (βύρσες) τουλάχιστον τις πρωτόγονες κατεργασίες, δηλαδή την ξήρανση και το κάπνισμα. Πραγματική δέψη (κατεργασία δερμάτων) εμφανίζεται πολύ νωρίς στην ιστορία, όπως φαίνεται από τα ομηρικά έπη, τη Βίβλο κ.ά. Εξάλλου, οι πρωτόγονοι λαοί χρησιμοποιούσαν ορισμένες απλές μεθόδους επεξεργασίας, οι οποίες ισχύουν ακόμα κατά ένα μέρος, όπως π.χ. στους Εσκιμώους, που μασούν το δέρμα για να το κάνουν ελαστικό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι δέψης, ανάλογα με το είδος του δέρματος, τη χρήση για την οποία προορίζεται και το αν θέλουμε να διατηρηθεί ή όχι το τρίχωμα. Εκτός από τα αναγκαστικά περιορισμένης ποσότητας δέρματα που υφίστανται κατεργασία στον τόπο παραγωγής τους, οι μέθοδοι δέψης εφαρμόζονται σε βύρσες που έχουν υποστεί διατήρηση. Αυτή συνίσταται γενικά στην ξήρανση και στο αλάτισμα, στάδια απαραίτητα για τη συντήρηση της βύρσας. Πριν υποβληθούν στην ουσιαστική δέψη, οι διατηρημένες βύρσες προπαρασκευάζονται, βυθίζονται δηλαδή σε νερό για ορισμένο χρονικό διάστημα που εξαρτάται από το είδος της βύρσας. Οι βύρσες που προορίζονται για κατασκευή γουναρικών υφίστανται κατεργασίες κατάλληλες να τις καταστήσουν απαλές και ανθεκτικές, χωρίς να υποστεί βλάβη το τρίχωμα. Βασική προεργασία για την επιτυχία της κατεργασίας είναι η αφαίρεση του λίπους, η οποία γίνεται με ραντισμό της βύρσας με οξείδιο του ψευδαργύρου ή με ανθρακικό ασβέστιο, ενώ το δέρμα είναι τεντωμένο σε ειδικό πλαίσιο, με το εσωτερικό μέρος προς τα κάτω. Όταν αφαιρεθεί το λίπος, ακολουθεί η δέψη. Η κλασική μέθοδος συνίσταται στις αλλεπάλληλες πλύσεις με πυκνό διάλυμα στυπτηρίας, κοινού αλατιού και σόδας στην πλευρά της βύρσας προς τη σάρκα. Ο τρόπος αυτός έχει αντικατασταθεί με τις μεθόδους δέψης με χρώμιο και έλαια. Στην πρώτη, αντί για το διάλυμα στυπτηρίας, χρησιμοποιούνται άλατα χρωμίου· στη δεύτερη οι βύρσες υπόκεινται σε κατεργασία με μείγματα ιχθυελαίων και μετά εκτίθενται στον αέρα για να οξειδωθούν τα έλαια αυτά. Η δέψη με έλαια χρησιμοποιείται κυρίως για την παρασκευή δερμάτων τύπου σαμουά. Και οι δύο μέθοδοι χρησιμοποιούνται και στα αποτριχωμένα δέρματα. Οι βύρσες, μετά τη δέψη, υφίστανται πάλι αφαίρεση των λιπών, στη συνέχεια μαλακώνουν και, αν είναι αναγκαίο, λευκαίνονται ή βάφονται. Ύστερα περνούν και από ένα στάδιο τελικής επεξεργασίας. Οι βύρσες που θα υποστούν επεξεργασία χωρίς τρίχωμα, αφού προπαρασκευαστούν, πρέπει να αποτριχωθούν. Η αποτρίχωση γίνεται με κατεργασίες που αποσκοπούν στην αποσύνθεση της επιδερμίδας, έτσι ώστε να αφαιρεθούν εύκολα οι τρίχες. Εκτός από την περίπτωση που θέλουμε να διατηρήσουμε το χνούδι, όπως στα δέρματα των αρνιών, η αποτρίχωση γίνεται με χημικά μέσα· οι βύρσες βυθίζονται σε αλκαλικά διαλύματα ασβέστου και θειούχου ασβεστίου. Αφού αποτριχωθούν και διογκωθούν από τη βύθιση στα διαλύματα, οι βύρσες απαλλάσσονται από ίνες, σάρκες και λίπη, που θα προκαλούσαν ανωμαλίες στις διαδοχικές φάσεις της δέψης και θα την έκαναν προβληματική. Αν χρησιμοποιηθούν βύρσες μεγάλου πάχους για την παραγωγή λεπτών δερμάτων, εκτελείται η κατεργασία του σχισίματος, με την οποία οι βύρσες διαιρούνται σε δύο ή περισσότερα φύλλα επιθυμητού πάχους. Η κλασική μέθοδος δέψης είναι η φυτική και μάλιστα με τανίνες. Η μέθοδος αυτή, χάρη σε πολυάριθμες τελειοποιήσεις και τροποποιήσεις με σκοπό να καταστήσουν ταχύτερη τη διαδικασία της δέψης και πιο ομοιογενή τα αποτελέσματα, διατήρησε μία σημαντική θέση στη βιομηχανία. Η βάση της μεθόδου είναι η επεξεργασία των βυρσών με όλο και πυκνότερα διαλύματα τανινών, που εξάγονται από φλοιούς, κλάδους και φύλλα καστανιάς, βελανιδιάς, σεμπράχο και άλλων φυτών. Κάποτε η κατεργασία απαιτούσε να μένουν οι βύρσες βυθισμένες για μερικούς μήνες σε δεξαμενές γεμάτες εκχυλίσματα τανινών. Η ίδια διαδικασία επιτυγχάνεται πλέον με την εμβάπτιση σε κάδους που περιέχουν διαλύματα τανινών με αυξανόμενη πυκνότητα και η δέψη συμπληρώνεται σε περιστρεφόμενα βαρέλια. Από τα τέλη του 19ου αι. η δέψη με τις ανόργανες ενώσεις και ιδίως με χρώμιο απέκτησε ολοένα και μεγαλύτερη διάδοση. Αρχικά εφαρμόστηκε η μέθοδος των δύο λουτρών και αργότερα του ενός λουτρού. Στην πρώτη μέθοδο οι βύρσες βυθίζονται σε χρωμικό οξύ (πρώτο λουτρό) και μετά υφίστανται αντίδραση αναγωγής με υποθειώδες νάτριο (δεύτερο λουτρό). Η μέθοδος του ενός λουτρού συνίσταται στη βύθιση των βυρσών σε βασικό διάλυμα θειώδους χρωμίου. Σε σχέση με τα δέρματα που κατασκευάζονται με τη φυτική δέψη, τα δέρματα μέσω χρωμίου έχουν τα πλεονεκτήματα του χαμηλότερου κόστους, της καλύτερης εμφάνισης, του μικρότερου βάρους και της μεγαλύτερης αντοχής στο σχίσιμο. Παρουσιάζουν όμως το σοβαρό μειονέκτημα ότι εμποδίζουν την άδηλη αναπνοή και απορροφούν την υγρασία. Άλλες μέθοδοι δέψης έχουν δοκιμαστεί και εφαρμοστεί σε αρκετά ευρεία κλίμακα, ιδίως κατά τις πολεμικές περιόδους, όταν η έλλειψη πρώτων υλών ανάγκαζε την έρευνα να αναζητήσει υποκατάστατα. Τα αποτελέσματα όμως δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία, αν και δεν έλειψαν ενδιαφέρουσες εφαρμογές, οι οποίες περιορίζονται ακόμα σε ιδιαίτερες επεξεργασίες (π.χ. η δέψη με ζιρκόνιο για τα δέρματα γαντιών). Στον τομέα παραγωγής δεψικών ουσιών σημαντική ανάπτυξη έχει η παραγωγή συνθετικών τανινών. Οι ιδιότητές τους μπορούν να μεταβάλλονται ανάλογα με τις ανάγκες της κατεργασίας και έτσι χρησιμοποιούνται είτε στη θέση των φυσικών τανινών είτε μαζί με αυτές. Στη βυρσοδεψία, το σιδέρωμα είναι η πρώτη φάση της επεξεργασίας και γίνεται με μία μηχανή με κύλινδρο. Στα δέρματα που προορίζονται για τον τύπο σαμουά γίνεται στο τέλος ένα ειδικό στίλβωμα. Στα βαρέλια αυτά γίνεται η λίπανση για να μαλακώσουν τα δέρματα και η βαφή τους. Στην τελική φάση της επεξεργασίας τους, τα δέρματα σιδερώνονται πάλι. Με το «πάστινγκ», τελική μορφή επεξεργασίας, τα δέρματα γίνονται πιο στιλπνά. Η αποθήκη όπου συσσωρεύονται τα δέρματα για να υποστούν τις ειδικές τεχνικές και χημικές επεξεργασίες της βυρσοδεψίας.
* * *
η
1. η τέχνη της κατεργασίας δερμάτων
2. η βιομηχανία κατεργασίας δερμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυρσοδεψία — η 1. η τέχνη της επεξεργασίας δερμάτων. 2. η βιομηχανία δερμάτων: Η βυρσοδεψία γνωρίζει άνθηση τα τελευταία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυρσοδεψικός — ή, ό (AM βυρσοδεψικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψία νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, η η τέχνη του βυρσοδέψη (αρχ. μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία …   Dictionary of Greek

  • σκυτοδεψικός — ή, όν, Α [σκυτοδέψης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία 2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική α) (ενν. κόπρος) η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτων β) (ενν. τέχνη) η… …   Dictionary of Greek

  • ασπιδόσπερμα — (aspidosperma). Ρωμαλέο δέντρο της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενές της δυτικής Αργεντινής. Έχει λευκάζοντα και ευθύ κορμό, με νεαρούς λεπτούς βλαστούς που κλίνουν προς τα κάτω, όπως της κρεμοκλαδούς ιτιάς. Τα φύλλα της είναι επιμήκη, στιλπνά …   Dictionary of Greek

  • βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… …   Dictionary of Greek

  • δεψικές ύλες — Σώματα που υπάρχουν σε μέρη διαφόρων φυτών ή εκχυλίσματα που χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία για τη δέψη δερμάτων. Συνήθως είναι άμορφα σώματα, με στυφή γεύση, διαλύονται εύκολα στο νερό, καθιζάνουν από τα διαλύματά τους με άλατα μολύβδου,… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • βάριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ba. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των γεωαλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 56, ατομικό βάρος 137,36 και 7 ισότοπα. Στην κατάσταση καθαρού μετάλλου έχει το χρώμα του αργύρου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”